- ἀνθρωποφθόρος
- ἀνθρωποφθόροςdestroying menmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ανθρωποφθόρος — ἀνθρωποφθόρος, ον (Μ) αυτός που καταστρέφει τους ανθρώπους … Dictionary of Greek
ἀνθρωποφθόρον — ἀνθρωποφθόρος destroying men masc/fem acc sg ἀνθρωποφθόρος destroying men neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνθρωποφθόρε — ἀνθρωποφθόρος destroying men masc/fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άνθρωπος — Το ανθρώπινο ον, ο πιο εξελιγμένος οργανισμός που ζει στην υδρόγειο. Homo sapiens (ά. έμφρων ή λογικός)είναι ο επιστημονικός όρος, στη συστηματική ταξινόμηση διπλής ονομασίας για το γένος (homo, ά.)και το είδος (sapiens, λογικός)στο οποίο ανήκει… … Dictionary of Greek